- επανθρακίδες
- ἐπανθρακίδες, αι (Α)τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ' ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ-ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπανθρακίδες — small fish for frying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανθρακίδας — ἐπανθρακίδες small fish for frying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανθρακίδων — ἐπανθρακίδες small fish for frying fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)